ἐνθένδ'

ἐνθένδ'
ἐνθένδε , ἐνθένδε
hence
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ενθένδε — ἐνθένδε και αττ. επιτατ. τ. ἐνθενδὶ (Α) επίρρ. 1. (για τόπο) από εδώ, από εκεί («στῆτε παρ ἐμέ..., ἐνθένδε θ ὑμεΐς», Αριστοφ.) 2. (με ρήμ. κινήσεως) απ εδώ, δηλ. απ αυτόν τον κόσμο στον Άδη 3. (για χρόνο) απ αυτόν τον χρόνο, μετά απ αυτό 4. από ή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”